- λαοφθόρος
- λαοφθόρος, -ον (Α)αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαοφθόρον — λᾱοφθόρον , λαοφθόρος ruining the people masc/fem acc sg λᾱοφθόρον , λαοφθόρος ruining the people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek